Ο Αρχάγγελος είναι σχετικά νέο χωριό, καθώς ιδρύθηκε το 1922 μετά την Μικρασιατική καταστροφή, οπότε και η πλειοψηφία των Ελλήνων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις προαιώνιες πατρίδες και να πάρει το δρόμο του ξεριζωμού.
Οι Μικρασιάτες που ιδρύσαν το χωριό Αρχάγγελος, προέρχονταν από χωριά του Δ. Πόντου, κοντά στην τουρκική κωμόπολη Αγιατζίκ ,48 χλμ. Δ.- Ν.Δ. της Σινώπης, 90χλμ. Β.Α. της Κασταμονής και 68 χλμ. Α. της αρχαίας παραλιακής πόλης τους Δ. Πόντου Ινέπολης (Ιωνόπολη). Τα χωριά αυτά ήταν το Αϊαντόν, η Μόρζα, η Τόσος, το Γιαλού, το Χελαντού, η Ταΐστα, το Καρσού και το Πινέφ, όλα ελληνικά χωριά. Όλα βρίσκονταν κοντά στη Μαύρη θάλασσα, αλλά παραλιακό ήταν μόνο το Γιαλού. Τα άλλα ήταν χτισμένα σε υψώματα σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα τριγυρισμένα από δάση με καστανιές. Η γλώσσα που μιλούσαν εκεί οι Έλληνες ήταν υποχρεωτικά η τουρκική, όμως λάτρευαν ελεύθερα τη θρησκεία τους. Σε άλλα από αυτά τα χωριά ο πληθυσμός ήταν αμιγώς ελληνικός και σε άλλα κατοικούσαν και Τούρκοι. Οι σχέσεις τους με τους απλούς Τούρκους ήταν πολύ καλή και η συμβίωσή τους ομαλή. Οι Έλληνες εκτός από τις αγροτικές ασχολίες γνώριζαν και τέχνες και κρατούσαν την οικονομία του τόπου στα χέρια τους. Ο αποχωρισμός ήταν πικρός και η λύπη μεγάλη και για τους Έλληνες και για τους απλούς Τούρκους όταν οι Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους.
Οι Έλληνες κάτοικοι αυτών των χωριών έζησαν κάθε τραγική στιγμή της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης των αρχών του 20ου αιώνα που κορυφώθηκε με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και το τέλος του μικρασιατικού πολέμου. Οι άνδρες υποχρεώθηκαν σε πολύχρονες θητείες στον τουρκικό στρατό ή επάνδρωσαν τα Τάγματα εργασίας των Τούρκων. Πολλοί δεν κατόρθωσαν ποτέ να ξαναδούν τις οικογένειές τους. Κάποιοι πάλι συμμετείχαν στο αντάρτικο του Πόντου (1914-1922), με επίκεντρο στο Δυτικό Πόντο την Πάφρα.
Τα γυναικόπαιδα και οι γεροντότεροι υπέστησαν τις υποχρεωτικές μετακινήσεις προς τα ενδότερα τις Τουρκίας, το 1916 και το 1918. Με την επιστροφή στις εστίες τους, μετά από λίγους μήνες έβρισκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα και άλλα κατοικημένα από Τούρκους. Η προσπάθειά τους να ξαναρχίσουν τη ζωή τους στον τόπο τους διακόπηκε οριστικά μετά την μικρασιατική καταστροφή ( Αύγουστος 1992). Εκτός από τους άνδρες που συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδα και σχημάτισαν πορείες αιχμαλώτων προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας, ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός το φθινόπωρο – χειμώνα του 1922 έφθασε στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες, εκείνη μόνο την περίοδο και από αυτούς 182.000 από τον Πόντο.
Τους κατοίκους των παραπάνω χωριών, συγκέντρωσαν οι Τούρκοι στρατιώτες τον Δεκέμβριο του 1922, και τους ερεύνησαν όλους εξονυχιστικά ώστε να μην μεταφέρουν μαζί τους οτιδήποτε πολύτιμο. Τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους μόνο ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία τους κατέταξαν σε ομάδες ανά ενορία και τους οδήγησαν στα λιμάνια της Ινέπολης και της Σινώπης. Έτσι τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν για πάντα τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους και τις προαιώνιες πατρίδες τους.
Στην Ινέπολη γίνονταν αρπαγές και ληστείες από τους Τούρκους. Κάποιοι πρόσφυγες προσπάθησαν με όσα λεφτά μπορούσαν να βρουν, να εξασφαλίσουν μια θέση στα καράβια της γραμμής για να φύγουν νωρίτερα. Οι περισσότεροι επιβιβάστηκαν σε καράβια που μετέφεραν τους πρόσφυγες και οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έγινε επισήμως η ανταλλαγή, πέρασαν από απολύμανση, επιβιβάστηκαν σε ελληνικά καράβια και ήλθαν στην Ελλάδα.
Το Αγιαντζίκ της Τουρκίας
Πρώτος σταθμός: Πρέβεζα
Πρώτος σταθμός τους ήταν η πόλη της Πρέβεζας. Τους οδήγησαν στην περιοχή Βρυσούλα. Εκεί είχε ελαιώνες και πολλά κουνούπια. Οι πρόσφυγες ζήτησαν να ξαναμπούν στα καράβια που δεν είχαν φύγει ακόμα, και να μεταφερθούν αλλού. Τους πήγαν στην Ιθάκη. Περίπου 4-500 άνθρωποι. Εγκαταστάθηκαν στο γηροκομείο και σε ένα σχολείο. Εκεί έμειναν 7-8 μήνες. Έγινε καταγραφή πληθυσμού και χωρισμός των ανθρώπων σε «αστικούς και γεωργούς». Οι αγρότες προβλέπονταν να σταλούν σε αγροτικές περιοχές και οι αστικοί στις πόλεις. Στην Ιθάκη μην μπορώντας να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες συχνά κατέφευγαν σε αρπαγές από χωράφια και αγρούς. Η ανυπόφορη κατάσταση για ντόπιους και πρόσφυγες τους έκανε να ψάξουν για μονιμότερη εγκατάσταση. Δημιουργήθηκαν επιτροπές για να εξετάσουν τα μέρη και να επιλέξουν που θα εγκατασταθούν.
Γύρισαν στην περιοχή της Πρέβεζας. Έφθασαν στο μέρος που σήμερα βρίσκονται τα χωριά Σινώπη και Αρχάγγελος. Από την Τριανταφυλλιά της Σινώπης, όπου και σταμάτησαν για 24 ώρες, ερεύνησαν την γύρω περιοχή. Το σημείο που σήμερα βρίσκεται ο Αρχάγγελος οι πρόσφυγες θεώρησαν το κατάλληλο για να χτίσουν το νέο τους χωριό, αφού εκεί υπήρχαν αρκετά και εύφορα χωράφια για τη γεωργία, ξυλεία, νερό και ένα εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, παλιό μοναστήρι.
Επέστρεψαν στην Ιθάκη και ξαναγύρισαν στα μέρη αυτά 80 οικογένειες. Τον Σεπτέμβριο του 1923 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που σήμερα υπάρχει ο Αρχάγγελος. Το κράτος μοίρασε αντίσκηνα, ένα σε κάθε δύο μικρές οικογένειες και ένα σε κάθε πολυμελή οικογένεια. Επί τρία χρόνια ζούσαν μέσα στις σκηνές στην περιοχή του ποταμιού δυτικά από το σημείο που επρόκειτο να γίνει το χωριό. Εκεί η περιοχή ήταν βαλτώδης, υπήρχαν κουνούπια και η ελονοσία θέριζε τους πρόσφυγες. Τελικά έμειναν 40 οικογένειες από τις 80 και 15 περίπου έφυγαν για άλλες περιοχές. Οι 40 οικογένειες που προέρχονταν από τα ίδια χωριά της Μ. Ασίας θα δημιουργούσαν στην συγκεκριμένη περιοχή τον Αρχάγγελο.
Η εγκατάσταση στον Αρχάγγελο
Αρχικά το χωριό ονομάστηκε Αγιαντζίκ σε ανάμνηση των χαμένων πατρίδων. Καθώς οι κάτοικοί του προέρχονταν από διαφορετικά χωριά, το όνομα που τους συνέδεε ήταν αυτό της μεγαλύτερης πόλης κοντά στην οποία ήταν κτισμένα τα χωριά τους στην Τουρκία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο καθιερώθηκε το όνομα Αρχάγγελος, ως πλησιέστερη μετάφραση του τουρκικού Αγιαντζίκ.
Ύστερα από πολλές προσπάθειες βρέθηκε καλό, πόσιμο νερό το 1927. Στάλθηκε στο χημείο για εξέταση και αμέσως δόθηκε διαταγή να κτιστεί υδραγωγείο με προϋπολογισμό 500.000. Τα μισά χρεώθηκαν οι χωρικοί και τα άλλα μισά το κράτος. Αργότερα το κράτος μοίρασε εργαλεία και ζώα στους πρόσφυγες.
Το 1926 άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα σπίτια με ξυλεία που δόθηκε από το κράτος. Δόθηκε ανά δύο οικογένειες ξυλεία για ένα σπίτι. Μια ουγγρική εταιρεία, ύστερα από δημοπρασία, ανέλαβε να χτίσει τα σπίτια του χωριού. Οι χωρικοί χρεώθηκαν 50 λίρες για κάθε σπίτι και 50 λίρες για κάθε χωράφι. Τα σπίτια που χτίστηκαν σάπισαν και καταστράφηκαν γρήγορα γιατί η ποιότητά κατασκευής ήταν πολύ κακή. Αργότερα οι χωριανοί έχτισαν άλλα μόνοι τους. Σε κάθε οικογένεια μοιράστηκαν 39 στρέμματα γης τα οποία χρεώθηκαν. Για να εξοφλήσουν τα χρέη τους οι χωρικοί συνεργάστηκαν δουλεύοντας όλοι μαζί στο χωράφι ενός και κατόπι του άλλου. Έτσι η καλλιέργεια γίνονταν γρήγορα και οι πρόσφυγες κατάφεραν να επιζήσουν με την ομόνοια και την αλληλοβοήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις εφάρμοσαν την πολυκαλλιέργεια και την εναλλαγή καλλιέργειας για καλύτερη απόδοση. Τα χωράφια που τους διανεμήθηκαν ήταν χέρσα και πολλά από αυτά σε δυσπρόσιτες περιοχές. Οι πρόσφυγες με τα ελάχιστα μέσα που διέθεταν αλλά με πολύ θέληση για δουλειά πάλεψαν σκληρά για να γιατρέψουν τις πληγές του ξεριζωμού και να φτιάξουν τη ζωή τους στη νέα πατρίδα. Τα πρώτα χρόνια υπήρχε το άγχος της επιβίωσης. Πολλοί κυρίως γέροντες και παιδιά έχασαν τη ζωή τους από τις άθλιες συνθήκες ζωής και τις αρρώστιες. Στη συνέχεια ο στόχος των προσφύγων έγινε η βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Τα χρέη ήταν υπερβολικά για τα πενιχρά εισοδήματά τους. Εξοφλήθηκαν στην κατοχή όταν έπαψαν οι εισαγωγές και εξαγωγές του κράτους και πληθωρίστηκε το χρήμα.
Από τους πρόσφυγες πολλοί ήταν τεχνίτες μια και ήταν το κύριο επάγγελμά τους στην Τουρκία δηλαδή, μαραγκοί, χτίστες, γανωτές κα. Με τη γεωργία παρήγαγαν πολλά είδη για προσωπική χρήση και πώληση στα γύρω χωριά, όπως σιτάρι καλαμπόκι, ρύζι, όσπρια και όλα τα κηπευτικά. Μετά το 1950 άρχισε η δενδροκαλλιέργεια.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην περιοχή του χωριού ήταν τσιφλίκια που ανήκαν στους πασάδες. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Τούρκους, το 1913, τα χωράφια πέρασαν στα χέρια των ντόπιων που έγιναν οι τσιφλικάδες της περιοχής. Μετά την ίδρυση του χωριού κάποια από τα χωράφια απαλλοτριώθηκαν από το ελληνικό κράτος και μοιράστηκαν στους πρόσφυγες. Οι ντόπιοι, κυρίως Σαρακατσάνοι στην καταγωγή, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και έμεναν είτε στις στάνες τους είτε στο χωριό. Ήταν υποχρεωμένοι για να μείνουν στο χωριό να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι Αρχαγγέλου, διαφορετικά μπορούσαν να μείνουν για ένα μόνο χρόνο, βάσει ενός ενοικιοστασίου. Το ενοικιοστάσιο καταργήθηκε το 1963 και πολλοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο χωριό.
Οι πρόσφυγες 1ης γενιάς στον Αρχάγγελο μιλούσαν την τουρκική γλώσσα και με δυσκολία έμαθαν τα ελληνικά ενώ οι νέοι με την ίδρυση του σχολείου το 1930 άρχισαν να διδάσκονται την ελληνική γλώσσα. Τον δάσκαλο του χωριού τα πρώτα χρόνια πλήρωναν οι ίδιοι οι χωρικοί και όχι του κράτος.
Το 1924 δάσκαλος στον Αρχάγγελο τοποθετήθηκε ο Αβραμίδης Παρασκευάς, πρόσφυγας και αυτός από την Καισάρεια. Δίδαξε τα γράμματα και την ελληνική γλώσσα σε όλα τα παιδιά του χωριού και των περιοίκων μέχρι το 1950 περίπου, και παράλληλα πρόσφερε και τις ιατρικές του γνώσεις, καθώς είχε σπουδάσει ιατρική στη Γαλλία, φροντίζοντας κάθε ανάγκη των κατοίκων του χωριού.
Ο πρώτος ιερέας και πνευματικός πατέρας του χωριού, πρόσφυγας και αυτός, ήταν ο Τουμανίδης Κωνσταντίνος.
Τα χωριά των κατοίκων του Αρχαγγέλου στην Τουρκία όπως αναφέρθηκε βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα του Πόντου, σε μια περιοχή που σύμφωνα με τις ιστορικές έρευνες βρίσκεται λίγο έξω από τα όρια του ιστορικού Πόντου, ο οποίος στα δυτικά του όρια περιλαμβάνει την ανεξάρτητη Διοίκηση της Σινώπης (τουρκική διοικητική διαίρεση) και κάποια τμήματα του νομού Κασταμονής. Οι Έλληνες εκεί δεν μιλούσαν την ποντιακή γλώσσα και δεν φορούσαν ποντιακές φορεσιές. Πολιτιστικά υπήρχαν επαφές με τον Πόντο αλλά και με την Καππαδοκία και με την Κωνσταντινούπολη. Τα τραγούδια τους ήταν στην τουρκική γλώσσα και μιλούσαν για τον έρωτα, τους αγώνες των Ελλήνων και κυρίως για τον πόνο του πρόσφυγα και τον ξεριζωμό, γι αυτό και οι αμανέδες ήταν οι αγαπημένοι ρυθμοί τους. Χόρευαν καρσιλαμάδες, τσιφτετέλια, ζειμπέκικα.
Κατά το 1960 η γενική ασθένεια της μετανάστευσης μόλυνε και το μικρό χωριό και πολλοί νέοι έφυγαν, για μια καλύτερη τύχη, στο εξωτερικό. Πολλοί μένουν μέχρι σήμερα εκεί, κάποιοι έχουν επιστρέψει.
Οι ιδρυτές του χωριού
Σύμφωνα με τον κτηματολογικό πίνακα της τοπογραφικής υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας του 1936 στο συνοικισμό Αρχαγγέλου Πρέβεζας διανεμήθηκαν κλήροι στους παρακάτω πρόσφυγες, οι οποίοι μαζί με τις οικογένειές τους αποτελούν τους πρώτους κατοίκους του χωριού και συνεπώς είναι οι ιδρυτές του:
- Αβραμίδης Παρασκευάς
- Βασιλειάδης Ιωάννης
- Ελευθεριάδης Κυριάκος
- Ισπόγλου Βασίλειος
- Ισπόγλου Γεώργιος
- Ισπόγλου Ιωάννης
- Ισπόγλου Κωνσταντίνος
- Ισπόγλου Παρασκευάς
- Καλαϊτζόγλου Ιωάννης
- Καρασάββα Κυριακή
- Καρασάββας Κωνσταντίνος
- Καρασάββας Νικόλαος
- Κοτένογλου Αντώνιος
- Κοτένογλου Γεώργιος
- Κοτένογλου Ελευθέριος
- Κοτένογλου Χαράλαμπος
- Κουγιουμτζόγλου Ιωάννης
- Κωνσταντινίδης Παρασκευάς
- Μακροβασίλης Αντώνιος
- Μακροβασίλης Γεώργιος
- Ντεμιρτζόγλου Γεώργιος
- Πεγκλίδης Γεώργιος
- Σαρηγιαννίδης Ιωάννης
- Σαρηγιαννίδης Κυριάκος
- Σαρηγιαννίδης Κωνσταντίνος
- Σαρηγιαννίδης Νικόλαος
- Σαρηγιαννίδης Σάββας του Κ.
- Σαρηγιαννίδης Σάββας του Παρασκευά
- Σοφόπουλος Γεώργιος
- Σοφόπουλος Ελευθέριος
- Σοφόπουλος Παρασκευάς
- Συβρίδης Αντώνιος
- Συβρίδης Νικόλαος
- Τουμανίδης Αναστάσιος
- Τουμανίδης Κωνσταντίνος
- Τσενικλόγλου Ελευθέριος
- Τσενικλόγλου Ιωάννης
- Τσενικλόγλου Κυριάκος
- Τσενικλόγλου Φώτιος
- Χατζηπέτρος Νικόλαος
Όλα όσα αναφέρονται παραπάνω είναι στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από συνεντεύξεις που έδωσαν στον Σοφόπουλο Παύλο οι πρόσφυγες 1ης γενιάς: Κωνσταντινίδης (Κοτένογλου) Χαράλαμπος και Κοτένογλου Αντώνιος (1983), Τσενικλόγλου Κώστας (3-8-2003) και Κοτένογλου Γιώργος ( 18-1-2004 & 26-7-2004).
Το παραπάνω κείμενο δεν αποτελεί ολοκληρωμένη μελέτη και καταγραφή της ιστορίας του χωριού. Αυτή συνεχίζεται και σκοπός είναι όλο το υλικό που θα συγκεντρωθεί να επεξεργαστεί, να τεκμηριωθεί και αφού συσχετισθεί με την υπάρχουσα ιστορική βιβλιογραφία να συνταχθεί το τελικό κείμενο της ιστορίας αυτού του χωριού με όρους επιστημονικούς.
Υπεύθυνος συλλογής στοιχείων και σύνταξης του κειμένου:
Σοφόπουλος Παύλος
Καθηγητής Φιλόλογος
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.